- χαλκογλώχῖν
- χαλκο - γλώχῖν, ῖνος: with bronze point, Il. 22.225†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
χαλκογλώχιν — χαλκογλώχῑν , χαλκογλώχιν masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκογλώχινα — χαλκογλώχῑνα , χαλκογλώχιν masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκογλώχινος — χαλκογλώχῑνος , χαλκογλώχιν masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)